- γεωφαγία
- ηη χρησιμοποίηση τού χώματος ως τροφής.[ΕΤΥΜΟΛ. < γεωφάγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1874 στον Αργύρ. Διαμαντόπουλο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-φαγία — ΝΜΑ β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε φάγος* ή από ρ. σε φαγώ (για την ετυμολ. και σημ. τών λ. βλ. λήμμα φαγος).Παραδείγματα λ. με β συνθετικό φαγία: αδηφαγία, ανθρωποφαγία, ζωοφαγία, ιχθυοφαγία, κρεοφαγία / … Dictionary of Greek
χθονοφαγία — η, Ν ιατρ. γεωφαγία. [ΕΤΥΜΟΛ. < χθων, χθονός + φαγία (< φάγος*), πρβλ. γεω φαγία] … Dictionary of Greek